Ατούμ

Ατούμ
Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα που το όνομά της θα μπορούσε να σημαίνει είτε την ιδέα της ολότητας είτε την ιδέα του τίποτε. Σύμφωνα με τον μύθο της Ηλιούπολης, ο Α. δημιούργησε τον εαυτό του από το αρχικό χάος και έπειτα το ζευγάρι των θεών Σου και Τεφνούτ, τον αέρα και την υγρασία. Από την τελευταία γεννήθηκαν ο Γκεμπ και η Νουτ, η Γη και ο Ουρανός, οι οποίοι με τη σειρά τους γέννησαν τον Όσιρι, την Ίσιδα, το Σεθ και τη Νέφθυ. Ο Α. είναι ίσως ο πρόδρομος του Ατόν, αν και ο δεύτερος έχει σαφέστατα ριζοσπαστικό, για την εποχή του, υπόβαθρο. Προσευχή στον θεό Ατούμ, σε στήλη που ανάγεται στην 6η αιγυπτιακή δυναστεία (2350-2200 π.Χ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • Φθα — Αιγύπτιος θεός, που τον τιμούσαν στη Μέμφιδα, όπου ταυτιζόταν με τον ντόπιο θεό της γης Τα Τένεν, τον Σόκαρι και τον Όσιρι. Μετά το Νέο Βασίλειο αποτελούσε μέλος μιας τριάδας, ως σύζυγος της θεάς Σεχμέτ και πατέρας του μικρού θεού Νεφερτούμ·… …   Dictionary of Greek

  • πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 …   Dictionary of Greek

  • Αμένοφις ή Αμενχοτέπ — Όνομα τεσσάρων φαραώ της Αιγύπτου της 18ης δυναστείας (16ος–14ος αι. π.Χ.). Το όνομα Αμενχοτέπσημαίνει «ο Άμμων είναι ευχαριστημένος». 1. Α. Α’ (1570 – 1524 π.Χ.). Γιος του Άμαση Α’ και ιδρυτής της 18ης δυναστείας, ανέλαβε τον θρόνο το 1545 π.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • Νεφερτίτη — (14ος αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Αιγύπτου. Ήταν σύζυγος του φαραώ Αμένοφη Δ’ του «αιρετικού βασιλιά», που άλλαξε σε Αχενατόν το ίδιο του το όνομα προς τιμήν της λατρείας του θεού Ατούμ (Ατόν), την οποία προσπάθησε να επιβάλει στη θέση της παλιάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”